αλωνοτόπι

αλωνοτόπι
το
το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι
νεοελλ.
στον πληθ. τα αλωνοτόπια
τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. τού ουσ. τόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλωνότοπος — ο το αλωνοτόπι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλώνι + τόπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”